- δοῦλοι
- рабыРабы Δοῦλοι δοῦλοί
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
δουλοῖ — δουλόω enslave pres ind mp 2nd sg δουλόω enslave pres opt act 3rd sg δουλόω enslave pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοῦλοι — δοῦλος born bondman masc nom/voc pl δοῦλος born bondman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άγιοι Δούλοι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 125 μ., 301 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στα βορειοδυτικά του νησιού και στα δυτικά του όρους Παντοκράτορα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Εσπερίων … Dictionary of Greek
Κυλλύριοι — Δούλοι χωρικοί της Σικελίας (ιδιαίτερα των Συρακουσών) κατά την κλασική και την ελληνιστική περίοδο. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ήταν αντίστοιχοι με τους είλωτες της Σπάρτης και τους πενέστες της Θεσσαλίας. Οι Κ. ήταν πιθανότατα οι παλαιότεροι… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… … Dictionary of Greek
Genitive absolute — In Ancient Greek grammar, the genitive absolute (Latin: genitivus absolutus) is a grammatical construction consisting of a participle and often a noun which are both in the genitive case, very similar to the ablative absolute in Latin. A genitive … Wikipedia
Λέλεγες — Προϊστορικός λαός. Σύμφωνα με αναφορές αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, ήταν νομαδικός λαός και φιλοπόλεμος, ο οποίος κατοικούσε στις ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Μικράς Ασίας και στα νησιά. Η ονομασία του προερχόταν από τον επώνυμο ήρωά του,… … Dictionary of Greek
κλαρώται — κλαρῶται, οἱ (Α) [κλάρος] Κρήτες ακτήμονες, δούλοι όπως οι είλωτες στη Σπάρτη, που καλλιεργούσαν τα κτήματα τών ελεύθερων πολιτών, αλλ. αφαμιώται («κλαρῶται εἵλωτες, δοῡλοι», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαρωτάς (δωρ. τ. τού κληρωτής) με αναβιβασμό τού … Dictionary of Greek
σπευσίνιοι — Αστυνομικοί της αρχαίας Αθήνας. Ήταν δούλοι που κατάγονταν από διάφορες βαρβαρικές χώρες. Είχαν γενικά αστυνομικά καθήκοντα και κυρίως ήταν επιφορτισμένοι με το καθήκον της τήρησης της τάξης και της περιφρούρησης της απρόσκοπτης λειτουργίας των… … Dictionary of Greek
Γουιάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουιάνα Παλαιότερη ονομασία: Βρετανική Γουιάνα Έκταση: 214.969 τ.χλμ Πληθυσμός: 698.209 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Τζόρτζταουν (225.802 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βενεζουέλα στα ΒΔ, τη… … Dictionary of Greek